Ένα κείμενο για τον δίσκο «Ψιμυθιές» του Δημήτρη Μανουσάκη έγραψε ο Βαγγέλης Γέττος.
Ὄπως αναφέρει αναλυτικά:
Η γενιά κρητικών μουσικών που γεννήθηκε περίπου μετά το 1970, συνεχίζει να ξαφνιάζει όχι μόνο με την όλο και πιο δημιουργική της εμπλοκή με την μουσική του τόπου της που την μεταμορφώνει σε οικουμενικό σημαίνον. Το πιο εντυπωσιακό είναι η ασταμάτητες ανατροπές που εισφέρει σε δημιουργικό και συνθετικό επίπεδο, δημιουργώντας σύμπαντα που οι πρωτομάστορες ίσως δεν διανοούνταν καν. Και πώς θα μπορούσαν άλλωστε, αφού η παράδοση δεν ανήκει στο παρελθόν αλλά, όπως και ο κόσμος που την φιλοξενεί, είναι ένα δάνειο από το άγνωστο μέλλον. Σε αυτές τις γραμμές βαδίζει και ο εξαιρετικός δίσκος ‘’Ψιμυθιές’’ του Δημήτρη Μανουσάκη που έπεσε στα χέρια μου χάρη στην σταθερή έγνοια του φίλου και καλού γνώστη Νίκου Μακράκη να με τροφοδοτεί με συναφές υλικό και πληροφορίες.
Το ξεχωριστό με την συγκεκριμένη δουλειά δεν είναι το μεγάλο πλήθος εγνωσμένου κύρους μουσικών (Ψαρογιώργης, Σγουρός, Κουνάλης, Φραγκάκης, Φασουλάς και άλλοι) που βεβαίως εντυπωσιάζει πριν ο δίσκος τοποθετηθεί στο cd player. Άλλωστε η απλόχερη και γενναιόδωρη στήριξη αυτών των δασκάλων προς την επόμενη φουρνιά είναι κάτι που αποτελεί πια μια παγιωμένη πρακτική. Η πρακτική αυτή βεβαίως έχει την δική της αξία καθώς αποτελεί ένδειξη μίας διαγενεακής μουσικής αλληλεγγύης και μίας ένδειξης αλληλοσεβασμού που ίσως να σπάνιζε στις προηγούμενες φάσεις της παραδοσιακής μουσικής όπου η σχέση δασκάλου-μαθητή ήταν σαφώς πιο ιεραρχική, έως και καταπιεστική. Ωστόσο οι συμμετοχές αυτές, τολμώ να πω ότι δεν είναι παρά μια λεπτομέρεια στο όλο εγχείρημα.
Και μιλώ για εγχείρημα γιατί ο Μανουσάκης, σε αυτή την απόπειρα, δεν αρκείται στο να παρουσιάσει τις πολύ ουσιώδεις συνθέσεις του, αλλά πάει πολύ παραπέρα: δημιουργεί και συνέχει ένα δικό του σύμπαν, μία προσωπική υφή που, μετά την ακρόαση, κατακάθεται με τρόπο δημιουργείμουσική ανάμνηση. Και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο.
«Το Δώρο» πιάνει από τα κέρατα τον αρχαϊκό ταύρο των μεσογειακών τροπικών ενορχηστρώσεων και δεν διστάζει να θέσει την ασκομαντούρα, το λαούτο και τα κρουστά στην υπηρεσία ενός καλαματιανού – και όχι κάποιου πυρρίχιου ή άλλου πηδηχτού σκοπού. Η ηχογράφηση της φωνής του Δημήτρη Σγουρού σε 2 οκτάβες εντείνει αυτή την αποφασιστικότητα.
Ο «Ναυαγός» έρχεται να δηλώσει από νωρίς ότι ο δίσκος έχει πρόθεση να συνθέσει το δικό του περιβάλλον. Οι ελλειπτικές τροχιές του μπεντίρ και του μαντολίνου που πλέουν γλυκύτατα πάνω στο ήσυχο σκάφος του λαούτου στρώνουν ένα ιδανικό χαλί για ένα μετριόφρον και σοφά ενορχηστρωμένο χανιώτη με τη φωνή του Φίλιππα Βαμβουκάκη.
Τα «42 Γαρύφαλλα», με μία ηχώ από τους «Αντίποδες» του Ψαρογιώργη, καταγράφεται σαν ένα ταυτοτικό κομμάτι. Η λύρα θα μπει μόνο όταν κριθεί αναγκαίο, κοντά 4’ από την έναρξη και όχι για να δημιουργήσει κάποια σειρά συρτών, αλλά ακριβώς γιατί εκεί χρειάστηκε να συνδράμει. Και έτσι κι έγινε. Ο Αντώνης Φραγκάκης τραγουδά περπατώντας αμέριμνα στο καθαρό μονοπάτι που χάραξε υπομονετικά ο Μανουσάκης.
Οι κοντυλιές «Άγριο Πουλί» με ενθουσίασαν. Όχι μόνο για το πρωτότυπο της σύνθεσής τους, αν και αυτό δεν είναι ασήμαντο – θεωρώ την σύνθεση κοντυλιών μεγάλη μαεστρία λόγω ακριβώς του κορεσμού και του μιμητισμού στον οποίο έχουν υποκύψει πολλοί και πολλές. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι το κλασικό σλαμ του μεϊντανιού «σπάει» και ο διάλογος Φασουλά-Θεοχαράκη θυμίζει τυχαίο συναπάντημα. Γι’ αυτό αυθόρμητο και αυθεντικό.
Το συρτό «Στου έρωτα τον πόλεμο» θεωρώ ότι είναι το πιο χαρακτηριστικό δείγμα που συνοψίζει -ακριβώς στη μέση του δίσκου- την θαρραλέα συνεισφορά του Μανουσάκη. Με άξιο ερμηνευτή τον μέγα Κουνάλη, η πυρακτωμένη μαντινάδα συγκρούεται δημιουργικά με τις μελωδικές γραμμές ασκομαντούρας και λαούτου. Και παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο είναι και το αγαπημένο μου, ας μου επιτρέψει ο δημιουργός -που δεν γνωρίζω προσωπικά- μία παρατήρηση σε σχέση με την μαντινάδα ‘’Στου έρωντα τον πόλεμο, στου χάρου το ινάτι/ μπαίνει η καρδιά απού τολμά κι είναι αντρειά γεμάτη’’: ένα τόσο ισχυρό συναίσθημα, γιατί πρέπει να είναι απαραίτητα ανδροπρεπές; Διερωτώμαι αν πρέπει σιγά-σιγά οι ανατροπές που επιφέρουν οι νεότεροι δημιουργοί που διαθέτουν μια υψηλή αισθητική σαν και αυτή των Ψιμυιών, οφείλουν να περιλάβουν και μια παραδοσιακά ανδροκρατική πρόσληψη του πάθους εντός του κρητικού μουσικού ιδιώματος. Και προσωπικά, προσμένω μία ακόμα ανατροπή ως προς αυτό.
Η «Πουλιτσά» συνιστά ένα ακόμα πεντακάθαρο άκουσμα όπου πλειοδοτείται η ακουστικότητα και ο φυσικός ήχος των οργάνων (τραγούδι: Γιώργης Μπαμπάτσης) και δημιουργεί ένα ήπιων τόνων πρελούδιο για την κεντημένη ερμηνεία του «Τσ’ αγάπης το βουνό» από τον Ψαρογιώργη. Ο μεγάλος πρωτοπόρος πέφτει με πάθος και γενναιοδωρία στην αμάχη: ‘’Με χίλιους δράκους πολεμώ κι αερικά μαλώνω/ μόνο τσ’ αγάπης το θεριό μέσα μου δε μερώνω’’. Οι μεγάλες, χαρακτηριστικές αναπνοές του Ξυλούρη απλώνονται πάνω στις διακριτές μελωδικές γραμμές που χαράζει με δωρικότητα η λύρα.
Σοφή η τοποθέτηση του «Χρυσό δεντρί» αμέσως μετά. Οι ηχητικοί πλανήτες περιστρέφονται αρμονικά γύρω από την εναλλασσόμενης δυναμικής ερμηνεία του Μπάμπη Θεργιάκη. Ένας έναστρος ουρανός που παρακολουθείς ξαπλωμένος σε μια ήσυχη κορυφή.
Και καθώς τα αστέρια λάμπουν, ακούς από μακριά το αιώνιο βυζαντινό κάλεσμα ενός μικρού θεού του Ιδαίο Άνδρου που αποφάσισε να πάρει τη μορφή ενός βουκόλου και να χωθεί κρυφά, λίγο πριν το τέλος, στον ηχητικό χάρτη του Μανουσάκη. Το ριζίτικο «Εδροσινιάσαν τα λαγγά», τραγουδισμένο με απρόσμενη καζαντζακική έλλειψη ελπίδας και φόβου από τον Γιάννη Μαράβα, είναι απλά αριστουργηματικό.
Ο δίσκος κλείνει εορταστικά με την «Μηλιά», με ένα κρεσέντο όπου η κρητική μουσική συναντά τις αιγαιακές και ηπειρωτικές της επιρροές θυμίζοντας, μέσα από τη φωνή του Μιχάλη Καλλέργη, ότι η εσωστρέφεια και η εμμονή σε στείρες προσεγγίσεις είναι καταδικασμένες σε ένα νησί που έμαθε γράμματα από τον Κορνάρο.
Κλείνοντας, νιώθω πολύ χαρούμενος που ένας ακόμα δίσκος ενός νεότερου ηλικιακά δημιουργού επιδεικνύει αφ’ ενός μια τέτοια σοβαρότητα και αφ’ ετέρου μια τάση διαλεκτικής δημιουργικής αποστασιοποίησης από το τρέχον. Ο δίσκος είναι μεν ένα δείγμα διαλόγου με την «παραδοσιακότητα» αλλά, από την άλλη, εισβάλλει σε αυτή από σημεία αναπάντεχα. Νιώθω γεμάτος προσδοκία για το επόμενο βήμα του Δημήτρη Μανουσάκη και νομίζω ότι, τελικά, αυτό είναι και το πιο όμορφο ζητούμενο.